- ωπώ
- -άω, Α [ὠπή](κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) ὠπάζομαι*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιλλωπώ — ἰλλωπῶ, έω (Α) ιλλωπίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλλός + ωπῶ (< ωπος < ωψ < *ὤψ, *ὠπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. αμβλυ ωπώ, οξυ ωπώ] … Dictionary of Greek
βαρυωπώ — βαρυωπῶ ( έω) (Α) έχω ασθενή όραση, δεν βλέπω καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + ωπώ < ωπός] … Dictionary of Greek
ευδυσώπητος — εὐδυσώπητος, ον (Α) 1. αυτός που ταράζεται, που σαστίζει εύκολα 2. ενδοτικός, υποχωρητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δυσ ωπητος (< δυσ ωπώ «φοβίζω, αναστατώνομαι, υποκύπτω σε παρακλήσεις»), πρβλ. α δυσ ώπητος] … Dictionary of Greek
όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… … Dictionary of Greek